τρακάρω — τρακάρω, τράκαρα και τρακάρισα, τρακαρισμένος βλ. πίν. 53 Σημειώσεις: τρακάρω : στον προφορικό λόγο απαντάται μερικές φορές και παθητική φωνή (τρακάρομαι, βλ. πίν. 54 ) με την ειδική έννοια → παθαίνω τράκ. Μ αυτή την έννοια χρησιμοποιείται… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
τρακάρω — και τρακέρνω (λ. ιταλ.),τράκαρα και τρακάρισα, τρακαρίστηκα, τρακαρισμένος 1. μτβ., κάνω κάτι να συγκρουστεί με άλλο: Τρακάρω το αυτοκινητάκι του παιδιού στον τοίχο. 2. μτφ., συναντώ κάποιον ξαφνικά: Τράκαρε στο σινεμά παλιό φίλο. 3. αμτβ. (για… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μπαρκάρισμα — το 1. επιβίβαση σε πλοίο για εργασία ή για ταξίδι 2. φόρτωση εμπορευμάτων σε πλοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπαρκάρω, κατά τα ουδ. σε ισμα (πρβλ. τρακάρω: τρακάρισμα)] … Dictionary of Greek
μπιζάρισμα — το η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μπιζάρω, η ανάκληση τών εκτελεστών ενός θεατρικού ή μουσικού έργου στη σκηνή για να επαναλάβουν ένα μέρος του. [ΕΤΥΜΟΛ. μπιζάρω, κατά τα ουδ. σε ισμα (πρβλ. τρακάρω τρακάρισμα)] … Dictionary of Greek
τράκα — η, Ν 1. ο ξηρός και οξύς κρότος που παράγεται από το χτύπημα μαστιγίου 2. σύγκρουση, ιδίως οχήματος, τρακάρισμα 3. φρ. α) «κάνω τράκα» ζητώ και αποσπώ χρήματα ή αντικείμενα χωρίς να τά επιστρέφω β) «κάνω τράκες» (συνήθως σχετικά με ενδυμασία)… … Dictionary of Greek
τράκο — το, και τράκος, ο, Ν 1. σύγκρουση, τρακάρισμα 2. ναυτ. συμπλοκή σώμα με σώμα πάνω στο κατάστρωμα πλοίου 3. μτφ. δριμεία επίπληξη 4. φρ. α) «έπαθε τράκο» έπαθε μεγάλη ζημιά, τόν βρήκε συμφορά β) «βάρδα τράκο» ναυτ. (ιδίως σε ιστιοφόρα) κέλευσμα… … Dictionary of Greek
τρακάρισμα — το, Ν 1. σύγκρουση, πρόσκρουση 2. ξαφνική, αναπάντεχη συνάντηση 3. μτφ. συμπλοκή, τσακωμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρακάρω. Η λ., στον πληθ. τρακαρίσματα, μαρτυρείται από το 1814 στον Ν. Δούκα] … Dictionary of Greek
χτυπώ — άω / κτυπῶ, έω, ΝΜΑ, και κτυπώ Ν 1. (αμτβ.) παταγώ, κάνω δυνατό θόρυβο, παράγω δυνατό ήχο, κροτώ (α. «όλη νύχτα χτυπούσε το παράθυρο απ τον αέρα» β. «δρῡς... μεγάλα κτυπέουσαι πῑπτον, Ομ. Ιλ.) 2. (μτβ.) κάνω κάτι να ηχήσει (α. «χτυπώ την καμπάνα» … Dictionary of Greek
προσκρούω — προσέκρουσα 1. χτυπώ πάνω σε κάτι, πέφτω πάνω, σκοντάφτω, τρακάρω: Το πλοίο προσέκρουσε στους βράχους. 2. μτφ., συναντώ εμπόδια, εναντίωση, αντιβαίνω: Ο διορισμός μου προσέκρουσε στο νόμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συγκρούω — συγκρούομαι, συγκρούστηκα 1. έρχομαι σε σύγκρουση, συμπλέκομαι: Τα στρατεύματά μας συγκρούστηκαν με τα εχθρικά. 2. έρχομαι σε αντίθεση: Συγκρούονται τα συμφέροντά μας. 3. τρακάρω: Το αυτοκίνητό του συγκρούστηκε μ ένα φορτηγό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)